Μακένζι

Μακένζι
I
(Mackenzie). Ποταμός (4.241 χλμ.) του Καναδά, στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας. Εκβάλλει στον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό και η λεκάνη απορροής του είναι 1.760.000 τ. χλμ. Πηγάζει με την ονομασία Αθαμπάσκα στη δυτική Αλμπέρτα από την ανατολική πλευρά της οροσειράς των Βραχωδών Ορέων και κατέρχεται με βορειανατολική κατεύθυνση έως τη λίμνη Αθαμπάσκα (8.080 τ. χλμ.) όπου και εκβάλλει· από εκεί μετονομάζεται σε Slave River (= ποταμός των σκλάβων) και δέχεται, λίγο πιο κάτω, από τα αριστερά, τον Peace River (= ποταμός της ειρήνης), τον μεγαλύτερο από τους παραποτάμους του· κοντά στο Φορτ Ρεζολιούσιον εκβάλλει στην Great Slave Lake (= μεγάλη λίμνη των σκλάβων, 28.440 τ. χλμ.), από την οποία εξέρχεται στο Φορτ Πρόβιντενς, όπου παίρνει τελικά την ονομασία Μ., που δόθηκε προς τιμήν του εξερευνητή Αλεξάντερ Μακένζι (βλ. λ.)· κατευθύνεται ύστερα ΒΔ περνώντας δίπλα από την ανατολική πλευρά των ομώνυμων ορέων (βλ. λ. Μακένζι. Σύστημα οροσειρών). Δέχεται από τα αριστερά τα νερά των ποταμών Λάιαρντ, Κιλ και Πιλ και από δεξιά των Γουιλοουλέικ και Great Bear River (= μεγάλος ποταμός των άρκτων) και εκβάλλει στη λίμνη Great Bear Lake (= μεγάλη λίμνη των άρκτων). Τελικά εκβάλλει στον ομώνυμο κόλπο με ένα ευρύ δέλτα. Ο ρους του διακόπτεται από καταρράκτες είναι όμως πλωτός για 1.500 χλμ., από το Φορτ Σμιθ έως τις εκβολές του, αλλά μόνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, επειδή από τον Οκτώβριο έως τον Ιούνιο παγώνει.
II
(Mackenzie). Σύστημα οροσειρών (μήκος περ. 700 χλμ., μέγιστο υψόμετρο 2.469 μ.) στο βορειοδυτικό τμήμα του Καναδά, μέρος της ανατολικής ζώνης των Κορδιλιέρων. Αποτελείται βασικά από ιζηματογενή πετρώματα. Από τις πλαγιές των βουνών αυτών πηγάζουν πολυάριθμοι παραπόταμοι του ομώνυμου ποταμού. Τα όρη Μ. έχουν πυκνή βλάστηση παρθένων δασών και περιοχές στις οποίες κυριαρχεί η ορεινή τούντρα.
Τμήμα της οροσειράς Μακένζι, στον βορειοδυτικό Καναδά, που αποτελεί μέρος της ανατολικής ζώνης των Κορδιλιέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μακένζι, Αλεξάντερ — (Sir Alexander Mackenzie, Ινβερνές 1755; – Μούλινιρν, Πενθσάιρ 1820). Σκοτσέζος εξερευνητής. Υπηρετώντας στη Northwest Company άρχισε την εξερεύνηση των περιοχών που βρίσκονται Δ και Β της Μεγάλης Λίμνης των Άρκτων, αναπλέοντας τον ποταμό που… …   Dictionary of Greek

  • Μακένζι, Ρόντερικ — (Roderick Mackenzie, Κάρμαν, Μανιτόμπα 1885 – 1940). Αμερικανός κοινωνιολόγος, καναδικής καταγωγής. Είναι ένας από τους ιδρυτές της ανθρώπινης οικολογίας, κλάδου της κοινωνιολογίας που μελετά τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών θεσμών και του… …   Dictionary of Greek

  • Σκόμπι, Ρόναλντ Μακένζι — (Scobie). Άγγλος στρατιωτικός, που γεννήθηκε το 1893. Λοχαγός στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, πήρε μέρος και στο B’ και έφτασε ως το βαθμό του υποστράτηγου. Διοικητής της Μάλτας (1942), πολέμησε αργότερα στη Μέση Ανατολή. Το 1944 αποβιβάστηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Βορειοδυτικά Εδάφη — (Northwest Territories). Διοικητική περιφέρεια (1.346.106 τ. χλμ., 40.900 κάτ. το 2001) της Ομοσπονδίας του Καναδά, στα ΒΔ της χώρας. Χωρίζεται σε τρία διοικητικά διαμερίσματα (Μακένζι, Κιουέτιν και Φράνκλιν), με πρωτεούσα το Γελοουνάιφ. Η… …   Dictionary of Greek

  • Άρκτων, Μεγάλη Λίμνη των- — (Great Bear Lake). Λιμναία λεκάνη (31.790 τ. χλμ.) στον βορειοδυτικό Καναδά, μια από τις πιο εκτεταμένες της Βόρειας Αμερικής και από τις αμέτρητες καναδικές λίμνες παγετωνικής προέλευσης. Βρίσκεται στη Βορειοδυτική Περιοχή, στη λεκάνη του… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Γουιάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουιάνα Παλαιότερη ονομασία: Βρετανική Γουιάνα Έκταση: 214.969 τ.χλμ Πληθυσμός: 698.209 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Τζόρτζταουν (225.802 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βενεζουέλα στα ΒΔ, τη… …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”